Δεν ξέρει κανείς ακριβώς από που κρατά η σκούφια του Πήτερ Χατζησταυρή. Φαίνεται πως έζησε στις Ινδίες και σ’ άλλα μέρη της Ανατολής. Άλλοι λένε πως πρόσφερε ύποπτες υπηρεσίες στον σουλτάνο, πράγμα που έθεσε και τις πρώτες βάσεις της τεράστιας περιουσίας του. Στις παραδουνάβιες επαρχίες έκανε εμπόριο σιτηρών. Πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας αγόρασε τα τσιφλίκια των Τούρκων μπέηδων κι ήρθε να εγκατασταθεί στο κράτος του, στον « Άσπρο Βράχο ».– Στο κράτος του ;–Μα είναι πραγματικά ένα μικρό κράτος τα τσιφλίκια του. Πολλές δεκάδες χιλιάδες στρέμματα, με κάπου είκοσι χωριά δικά του. Διατηρεί έναν μικρό ατομικό στρατό από οπλισμένους επιστάτες, έχει, λένε, συναλλαγές με όλους τους ληστάς που μπαίνουν και βγαίνουν από τα σύνορα και. . .– Και ;– Λένε κι άλλα πολύ πιο τρομερά. Όμως δεν τα πιστεύω. [...]Άφησα την Αθήνα σε είκοσι μέρες. Στον Πειραιά μπήκα στο βαπόρι με ήλιο, αλλά στον Βόλο συνάντησα έναν άθλιο καιρό. Οι Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι, για τους οποίους τόσο καμάρωνε η Κυβέρνηση, μου φάνηκαν απαίσιοι. [...]Πίστευα ώς τότε πως είχα ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, επειδή έτυχε να έχω μερικές ερωτικές ιστορίες, να μονομαχήσω δυό φορές και να πηδήσω από ένα παράθυρο σε μια παράνομη ερωτική μου συνάντηση. Τώρα το έβλεπα πως η προηγούμενη ζωή μου ήταν ένα ρόδινο παραμυθάκι μπροστά σ’αυτά που συναντούσα στις τριάντα ώρες που είχα στο κτήμα του Πήτερ Χατζησταυρή.Αλλά που βρισκόταν ο Πήτερ Χατζησταυρής ; Τον είχαν άραγε σκοτώσει ; Γιατί με κρατούσε στο κτήμα η ωραία γυναίκα του ; Ποιός ήταν ο ρόλος που έπαιζε ο Ισμαήλ ;
Μ’ ένα απελπισμένο πάθος η Τζούλια Χατζησταυρή κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου. Δοκίμασα να τη σπρώξω, αλλά εκείνη με έσφιξε δυνατότερα. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το άρωμά της με τύλιξε, το κορμί της έπεφτε βαρύ πάνω στο δικό μου, τα χείλη της μου έκοβαν την αναπνοή. Ο πυρετός της πέρασε στις φλέβες μου. Αγαπούσα απελπισμένα τη Λευκή Μπότσαρη, κι όμως αφέθηκα στον ορμητικό χείμαρρο της ηδονής που με παρέσυρε...[...] Μήπως επρόκειτο για ένα ακόμη από τα σατανικά παιχνίδια της «απελπισμένης» Τζούλιας Χατζησταυρή ; Μήπως με είχαν αφήσει εδώ, ώριμη λεία για τ’ αποσπάσματα ; Μήπως έξυπνα και σοφά πρόσθεσαν ακόμη μια «απόδειξη ενοχής» στις τόσες άλλες που με βάραιναν ; Αυτό ήταν. Οι φόβοι μου με έκαναν να το βλέπω τώρα σαν σίγουρο. Ο τελευταίος κρίκος των ενδείξεων έμπαινε στην αλυσίδα. Έκλεψα, σκότωσα, δοκίμασα να φύγω κρυφά, με έπιασαν, και τώρα το έσκαζα πάλι από τη φυλακή μου. Έκανα ό,τι ακριβώς θα έκανε ο πιο σίγουρος ένοχος.
« Αυτό είναι»! είπα μέσα μου.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ως συγγραφέας εμφανίστηκε το 1953 στο βραχύβιο περιοδικό Οικογένεια, δημοσιεύοντας με το πραγματικό του όνομα σε συνέχειες το αστυνομικό μυθιστόρημα Έγκλημα στο Κολωνάκι. Υπήρξε πολυγραφότατος. Θα ακολουθήσουν, πάντα σε συνέχειες, περισσότερα από εξήντα αστυνομικά μυθιστορήματα και νουβέλες, ενώ το σύνολο των αφηγημάτων του στον ημερήσιο Τύπο, ιστορικών και αισθηματικών, ξεπερνάει τα εκατό. Τα υπογράφει ως Γιάννης Μαρής και έτσι πλέον θα μείνει γνωστός. Τα μυθιστορήματά του εκδίδονταν συχνά και σε πολλές άλλες εφημερίδες σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (ελληνόφωνο Τύπο της Αυστραλίας, Κύπρου, Λονδίνου, Κωνσταντινουπόλεως, Ν. Αφρικής κ.α.).
Ο Γιάννης Μαρής ανανέωσε το αθηναϊκό ανάγνωσμα της εποχής συνδυάζοντας την ποιότητα με τη συναρπαστική πλοκή και έγινε ο θεμελιωτής του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους Έλληνες συγγραφείς των δεκαετιών 1950, 1960 και 1970.
Ο Γιάννης Μαρής έγραψε επιπλέον το σενάριο είκοσι κινηματογραφικών ταινιών και ανέβασε δύο θεατρικά έργα.
Το συγγραφικό έργο του Γιάννη Μαρή ήταν πάντα ενταγμένο στη δημοσιογραφική του δουλειά, που περιλάμβανε κινηματογραφική κριτική, έρευνες, συνεντεύξεις, ανταποκρίσεις και αποστολές στο εξωτερικό.
Τελευταία του μυθιστορήματα είναι Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη (1976) και Η απαγωγή (1978).
Πέθανε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1979 λίγο μετά τη συνταξιοδότησή του.
Οι Εκδόσεις ΑΓΡΑ έχουν αναλάβει το σύνολο της έκδοσης των αστυνομικών μυθιστορημάτων του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου