DANTE ALIGHIERI ΦΛΟΡΕΝΤΙΑ 1265 – ΡΑΒΕΝΝΑ 1321 |
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
DANTE ALIGHIERI ΦΛΟΡΕΝΤΙΑ 1265 – ΡΑΒΕΝΝΑ 1321 |
Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Kέες Πόπινγκα, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι στις οκτώ η
ώρα το βράδυ υπήρχε ακόμη χρόνος, καθώς το πεπρωμένο του δεν είχε ακόμη
καθοριστεί. Όμως χρόνος για τί; Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που
επρόκειτο να κάνει, έχοντας εξάλλου την απόλυτη πεποίθηση ότι οι κινήσεις του
δεν θα είχαν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια των χιλιάδων, των
μυριάδων ημερών που προηγήθηκαν; […]
Θα σήκωνε τους ώμους του με αδιαφορία αν του έλεγαν ότι η ζωή του θα άλλαζε
απότομα και ότι αυτή η φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι του
σαλονιού και τον έδειχνε όρθιο στο κέντρο της οικογένειάς του, με το χέρι του
νωχελικά ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας, θα δημοσιευόταν σε όλες τις
εφημερίδες της Eυρώπης. […]
Ο Ζωρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη La Gazette de Liège. Το πρώτο μυθιστόρημά του, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο Georges Sim, εκδόθηκε το 1921: Au pont des Arches, petite histoire liégeoise. Το 1922 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν, στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Μεταξύ του 1923 και του 1933 δημοσιεύτηκαν σχεδόν διακόσια μυθιστορήματά του, πάνω από χίλιες ιστορίες και απειράριθμα άρθρα του.
Το 1929 ο Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο
Μαιγκρέ : Πιέτρ ο Λετονός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Fayard το
1931 και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντομα εξαιρετικά δημοφιλής. Ο Σιμενόν
έγραψε συνολικά εβδομηνταδύο περιπέτειες με τον Μαιγκρέ (καθώς και πολλές
συλλογές διηγημάτων – μέχρι τον τελευταίο Μαιγκρέ το 1972, Ο Μαιγκρέ και ο
κύριος Σαρλ).
Λίγο αργότερα, ο Σιμενόν άρχισε να
γράφει αυτά που ονόμαζε « μυθιστορήματα - μυθιστορήματα » ή « σκληρά
μυθιστορήματα »: πάνω από εκατόν δέκα τίτλους, από το Ξενοδοχείο της
Αλσατίας (1931) μέχρι τους Αθώους (1972), με πιο γνωστά τα έργα Το
σπίτι στο κανάλι (1933), Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1938
− Άγρα, 2004), Ο δήμαρχος της Φυρν (1939), Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι
(1940 − Άγρα, 2011), Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν (1946 − Άγρα, 2007), Γράμμα στον δικαστή μου (1947), Το χιόνι ήταν βρόμικο (1948 −
Άγρα, 2011), Ο ανθρωπάκος από το Αρχάγγελσκ (1956− Άγρα, 2009), Η
φυγή του κυρίου Μοντ (1945− Άγρα, 2012), Ο θάνατος της Μπελλ (1952 −
Άγρα, 2012), Ο Γάτος (1967 − Άγρα, 2010), Σεληνιασμός (1933 −
Άγρα, 2013), Στριπτήζ (1958 − Άγρα, 2015), Ο άνθρωπος από το Λονδίνο (1933
− Άγρα, 2014), Μπέττυ (1961 − Άγρα, 2016) κ.α.
Παράλληλα με αυτή την εντατική
λογοτεχνική δραστηριότητα, ταξιδεύει συνεχώς· εγκαταλείπει το Παρίσι και
εγκαθίσταται στη Σαρέντ και κατόπιν, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στη
Βαντέ. Το 1945 αφήνει την Ευρώπη για την Αμερική, όπου θα διαμείνει δέκα
χρόνια. Επιστρέφει έπειτα στη Γαλλία και εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία.
Από το 1972 αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο. Με τη χρήση ενός μαγνητοφώνου
αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο Υπαγορεύσεις του και κατόπιν συνέταξε
τα ογκώδη απομνημονεύματά του Memoires intimes (1981). Πέθανε
στη Λωζάννη το 1989.
« Είκοσι λεπτά : Πρώτ’ απ’ όλα ένα ντους. Ύστερα, γυμνή ακόμα, μακιγιαρίστηκε ελαφρά. Φούστα, φυσικά, και κάλτσες μαύρες με ζαρτιέρες. Τα εργαλεία της δουλειάς, είπε μέσα της, μ’ εκείνο τον κυνισμό που της επέτρεπε να παίρνει αποστάσεις. Από τον εαυτό της, κατά περίπτωση. Από την τυφλότητα του πάθους, σε κάθε περίπτωση. Κάλτσες μαύρες με ζαρτιέρες, κυλοτάκι μικροσκοπικό, δαντελένιο. Διάλεξε μια φούστα στενή στη μέση και στους γοφούς, που άνοιγε χαμηλά. Μια φούστα ανάλαφρη, ευκολοφόρετη. Τέλος, ένα ζευγάρι σανδάλια ραφινάτα, με τακούνι και λουράκια, που αναδείκνυαν τη φινέτσα των αστραγάλων, τις λεπτές, καλλίγραμμες και μυώδεις γάμπες της. Ήταν έτοιμη ».
«Έχω μια σχεδόν νοσηρή μανία να συλλέγω ντοκουμέντα για διαφορετικές πτυχές της καθημερινής ζωής. Έτσι πολλές φορές προέκυψαν παράξενα ρεπορτάζ. Από το 1939 έως το 1945, συνήθιζα να ρωτάω κάθε λογής άνθρωπο –παιδιά, γέρους, εργάτες, χωρικούς, διανοούμενους– τί όνειρα έβλεπε. Αυτή η αδιάκριτη έρευνα, που δεν ήταν ψυχαναλυτική, σκοπό είχε να ανακαλύψει τί σκέφτονταν οι άνθρωποι του πολέμου και της Αντίστασης την ώρα που κοιμόντουσαν. Οι εικόνες που συνέλεξα συγκροτούν ένα άλλου είδους πολεμικό μυθιστόρημα».
«Είναι πιθανόν τα όνειρα που κατάφερα να συλλέξω να προσφέρουν υλικό σκέψης σε όσους ασχολούνται με τη μεταφυσική, στους ψυχαναλυτές και στους συγγραφείς ιστοριών μυστηρίου. Θα μπορούσε να βρει κανείς ακόμη και σχέσεις με τον υπερρεαλισμό η το καφκικό σύμπαν. Τόσο το καλύτερο για τους συλλέκτες μυστηρίων. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν με αφορά. Ετούτα τα παιχνίδια με βρίσκουν αντίθετο. Φύλαξα ηθελημένα αυτά τα όνειρα στην ακατέργαστή τους μορφή επειδή ισχυρίζομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα να τα αναλύσω η να τα εξηγήσω. Δεν θέλω να φανεί ότι κρίνω ή ότι ασκώ κριτική σε εκείνη την τραγική εξαετία. Προσπαθώ απλώς να προσθέσω ένα ντοκουμέντο στο φάκελο της ιστορίας των ηθών.»
– ΕΜΙΛ ΖΙΤΤΥΑ
Πού και πού όμως παρασυρόμαστε ξανά από το παλιό ρομαντικό παιχνίδι και ονειρευόμαστε. Πιθανόν τα όνειρά μας να είναι πράγματα μικρά. Με αυτά όμως τα μικρά πράγματα στήνονται τα προϊστορικά οδοφράγματα ενάντια στις απειλές της άμετρης ζωής μας.Οι άνθρωποι του χθες, με βηματισμό ηθοποιών του μελοδράματος, βαρέθηκαν να αναμασούν τις αναμνήσεις τους · γι’ αυτό προτιμούν να κρύβουν το αληθινό τους πορτραίτο. [...]
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑΈστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος μου και είπε με έναν τόνο σχεδόν καταγγελτικό :« Συχνά, αυτές τις παραληρηματικές νύχτες, ακούω τρομερές φωνές. Αλλά τα όνειρα καταβροχθίζουν ακόμη και τις φωνές ».Δεν βρήκα τίποτα να απαντήσω στον άνδρα, αλλά μου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα όνειρα. Ξαναδιαβάζοντας αυτό το παράξενο ρεπορτάζ, συνειδητοποίησα ότι είχα καταγράψει ένα άγνωστο κεφάλαιο του πολέμου και της Αντίστασης. Μη γελάτε. Είμαι πεπεισμένος πως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το συνειδητό από το ασυνείδητο. Συγκροτούν ένα όλον. Κρίμα που δεν μπορούμε να φωτογραφίσουμε τα όνειρα, επειδή είναι ένας πραγματικός καθρέφτης της ζωής. [...]– ΕΜΙΛ ΖΙΤΤΥΑ