«Αναζητώ κάτι το εξαιρετικό για να το πω με λόγια απλά και συνηθισμένα».
ΕΡΓΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
Ajubel Studio, Βαλένθια, Ισπανία.
Σχεδιασμένο ειδικά για την κορεάτικη έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Open Books.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
«Αναζητώ κάτι το εξαιρετικό για να το πω με λόγια απλά και συνηθισμένα».
Οι Αμερικανοί μιλούν για τον «πόλεμο του Βιετνάμ», οι Βιετναμέζοι για τον «αμερικανικό πόλεμο». Σε τούτη τη διαφορά εντοπίζεται ίσως η αιτία αυτού του πολέμου.
Αν σας σφίγγεται η καρδιά διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες προβλέψιμης τρέλας, απρόβλεπτης αγάπης ή συνηθισμένου ηρωισμού, να ξέρετε ότι η πλήρης αλήθεια θα σας έκοβε πιθανότατα την ανάσα, ή θα σας προκαλούσε ευφορία. Σε τούτο το βιβλίο, η αλήθεια είναι κατακερματισμένη, ημιτελής, ανολοκλήρωτη, τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο. Τότε, όμως, εξακολουθεί να είναι αλήθεια ; Σας αφήνω να απαντήσετε με έναν τρόπο που θα απηχεί τη δική σας ιστορία, τη δική σας αλήθεια. Στο μεταξύ, σας υπόσχομαι, σε όσα ακολουθούν, μια κάποια τάξη στις συγκινήσεις και μια αναπόφευκτη αταξία στα συναισθήματα.Χώρα σε σχήμα σιγμοειδές ( S ), που παραπέμπει ίσως στην ελικοειδή πορεία της – ή ίσως και στη χάρη της. Η λεπτή της μέση, πλάτους μόλις πενήντα χιλιομέτρων, συνδέει αδελφούς κι αδελφές που λογίζονται εχθροί. Ωστόσο, πολέμησαν μαζί στη ράχη του ελέφαντα ενάντια στην Κίνα για χιλιάδες χρόνια. Στη συνέχεια, ξεσηκώθηκαν μαζί εναντίον της Γαλλίας για εκατό χρόνια. Η νίκη τους αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων και διαπραγματεύσεων γύρω από ένα τραπέζι στη Γενεύη, επί μακρόν, τόσο που ο λαός αποκοιμήθηκε περιμένοντας να γιορτάσει τις συμφωνίες.Στην αφύπνιση, η χώρα είχε κοπεί στα δύο, όπως μετά την κυτταρική διαίρεση. Η κάθε μεριά αναπτύχθηκε για τον εαυτό της και οι δύο ξαναβρέθηκαν είκοσι χρόνια αργότερα, ενοποιημένες και μεταμορφωμένες. Θυμωμένες. Ο Βορράς είχε θυσιαστεί ως μεγάλος αδελφός για να απελευθερώσει τον Νότο, που τον είχαν πάρει ως όμηρο οι ΗΠΑ. Ο Νότος θρηνούσε για την απώλεια της ελευθερίας του να χορεύει με τα τραγούδια των Doors, να διαβάζει το Paris Match, να δουλεύει για την Texaco. Από αγαθή βούληση και αναδιοργανώνοντας την εξουσία, ο Βορράς τιμώρησε αυστηρά τον Νότο επειδή υπέκυψε στην αμερικανική γοητεία και δύναμη. Ο Νότος σώπασε, δραπέτευσε κατά τη διάρκεια αφέγγαρων νυχτών, ενόσω ο Βορράς κλειδαμπάρωνε τα σύνορα, τις πόρτες και την ομιλία.
OLIVER BANKS
«Βλέπετε, ο πίνακας του Μητροπολιτικού Μουσείου του 1660 είναι ανολοκλήρωτος. Η Χέντρικε ήταν ήδη άρρωστη. Πέθαινε. Φαντάζομαι ότι ο Ρέμπραντ δεν άντεχε να τον τελειώσει. Αισθάνεται κανείς την τραγωδία, την αίσθηση της θνητότητας. Είναι τα πράγματα που δεν μπορώ να παραβλέψω στη φωτογραφία του πίνακα. Η γνώμη μου είναι ότι ο χαμένος πίνακας πρέπει να τοποθετηθεί κοντά στο 1660 με αυτόν του Μητροπολιτικού Μουσείου και όχι στο 1658 με αυτόν του Βερολίνου».[…] Σταμάτησε να μιλάει. Με τα μάτια μισόκλειστα, ακολούθησε με το δείκτη του το περίγραμμα του προσώπου της Χέντρικε στη φωτογραφία που είχε μπροστά του. «Ναι, πιστεύω ότι ο πίνακας είναι του Ρέμπραντ».
Μέχρι τα μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες. Άραγε θα είχε ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο, αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα.Ανήγγειλαν τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Ο εκφωνητής μιλούσε γρήγορα, κοφτά, χωρίς διαλείμματα όταν περνούσε απ’ το ένα θέμα στο άλλο: «Εσωτερικές ειδήσεις: Οι αστυνομίες έξι Πολιτειών, με τη συνδρομή του FBI, αναζητούν τον δεκαεξάχρονο δολοφόνο Μπεν Γκάλλοουεϋ. Αυτός, συνοδευόμενος από τη φίλη του Λίλιαν Χώκινς, ηλικίας μόνο δεκαπεντέμισι ετών, εγκατέλειψε το Έβερτον, από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, το βράδυ του Σαββάτου, οδηγώντας την καμιονέτα του πατέρα του. Αφού σκότωσε με περίστροφο τον ονομαζόμενο Τσάρλς Ράλστον, πενηντατεσσάρων ετών, κάτοικο του Λονγκ-Έντυ, στα σύνορα της Πενσυλβάνιας, το ζευγάρι έκλεψε το μπλε Όλντσμομπιλ του θύματος και συνέχισε την πορεία του προς τα νοτιοδυτικά».
Ο T. S. ELIOT πηγαίνει σε μία δεξίωση στο Λονδίνο, όπου ο Άγγλος εκδότης παρουσίαζε τον Σιμενόν. Όντας σε θέση να απαγγείλει από μνήμης αποσπάσματα από μια ανθολογία με περιπέτειες του Σέρλοκ Χόλμς, αυτός ο γαλλόφιλος ποιητής, που βραβεύτηκε το 1948 με το Νόμπελ λογοτεχνίας, μπορούσε να συζητάει επί ατελείωτες ώρες με φίλους συγκρίνοντας την αξία του Τσάντλερ και του Σιμενόν. Λίγο αργότερα θα του εκφράσει αυτοπροσώπως τον ενθουσιασμό του για τον Ωρολογοποιό του Έβερτον, κυρίως για τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο ο Σιμενόν επανέρχεται σε ένα από τα βασικά του θέματα, με σκοπό να το επεξεργαστεί από διαφορετική σκοπιά, μέσα από εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα.
Ο Μπέκας απομακρύνθηκε από τη βίλα, κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα. Είδε το μακρύ άσπρο σκάφος να αναπαύεται στην επιφάνεια, κρατημένο γερά από τις άγκυρές του. «Το δικό τους θα είναι», σκέφθηκε. Έφτασε στην ακρογιαλιά. Είδε έναν θαλασσινό που μαστόρευε τη βάρκα του. Πήγε κοντά του. Ήταν μέσα στη μέθοδό του, αλλά και στο χαρακτήρα του. Σε όλα τα χρόνια της αστυνομικής του καριέρας πλησίαζε τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος για κείνον ήταν το κυριότερο υλικό, πάνω από ενδείξεις, πειστήρια και τα παρόμοια. Αυτά τα άφηνε για τα εργαστήρια. Αγαπούσε να μιλά για τους άλλους. Κι όταν δεν είχαν να πουν τίποτα για μια υπόθεση που τον ενδιέφερε, πάλι του «έλεγαν». Μιλώντας με κάποιον, μαθαίνοντας πώς σκέπτεται, πολλές φορές έβρισκε πώς μπορούσε να σκεφτεί ένας άλλος. Ο άλλος που τον ενδιέφερε.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΤΟ 1971 σε συνέχειες στο μοντέρνο και πολυτελές περιοδικό Επίκαιρα – όχι πλέον στις εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή με τις οποίες συνεργαζόταν ο Γιάννης Μαρής από το 1954, όταν ξεκίνησε με το Έγκλημα στο Κολωνάκι. Είναι ένα από τα τρία βιβλία όπου ο αστυνόμος Μπέκας πρωταγωνιστεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο Μπέκας καθώς και ο φίλος του δημοσιογράφος Μακρής είναι πλέον συνταξιούχοι.
Ένα βράδυ τον επισκέπτεται πανικόβλητος ο νεαρός γιος ενός παλαιού, πολύ στενού φίλου του Μπέκα που έχει πεθάνει. Ο νεαρός Κωνσταντινίδης του αποκαλύπτει ότι παρασυρμένος από κακές παρέες μπήκε τη νύχτα σε ένα διαμέρισμα της οδού Σπευσίππου 99 για να κάνει διάρρηξη. Προς έκπληξή του βρίσκει το πτώμα μιας γυναίκας. Το σκάει. Το διαμέρισμα ανήκε σε μια κυρία Τζούλια Χατζηγρηγόρη, πλούσια και γοητευτική. Λίγο μετά, όμως, δημοσιεύεται η είδηση ότι η Τζούλια Χατζηγρηγόρη πνίγηκε δίπλα στο ιδιωτικό σκάφος της, μπροστά στα μάτια του συζύγου της και κάποιων φίλων. Αμέσως μετά βρίσκεται πνιγμένος και ο νεαρός Κωνσταντινίδης. Ο Μπέκας, με πείσμα και διορατικότητα, χωρίς πλέον να έχει επίσημη αρμοδιότητα, ως συνταξιούχος, αρχίζει ανεπίσημη έρευνα για να λύσει το μυστήριο. Στο δρόμο του άπειρες οι αντιξοότητες. Τον βοηθούν το κύρος και η φήμη του στην αστυνομία, οι γνωριμίες του, και κυρίως η μεγάλη του πείρα.
Ένα από τα συναρπαστικότερα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή σε μια Αθήνα με καύσωνα.ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Πώς ; Με ποιό δικαίωμα ; Τι έχομε στα χέρια μας ; Κάτι που λες πως σου διηγήθηκε ένα παλιόπαιδο ;
Είχε εκνευρισθεί.
ΜΠΕΚΑΣ : « Λέω » ;
—Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να πω αυτό. Δεν αμφιβάλλω ότι σ’ τα διηγήθηκε ο νεαρός. Εκείνο που λέω είναι πως αυτός ο τύπος, δεν ξέρω γιατί, σου είπε παραμύθια.
—Και γι’αυτό πέθανε ;
—Σύμπτωση. Οπωσδήποτε για μας η υπόθεση Τζούλιας Χατζηγρηγόρη έκλεισε. Αν και δεν υπήρξε ποτέ «υπόθεσις», αυτό το τυπικό δυστύχημα. Τί θες να κάνω ; Να πάμε στους ανθρώπους που έχουν το πένθος τους, να τους πούμε : Ξέρετε, κύριε Χατζηγρηγόρη, μπορεί η γυναίκα σας να πνίγηκε μπροστά στα μάτια σας, μπορεί να πνίγηκε μπροστά στους φίλους σας, μπορεί να τελείωσε η σχετική ανάκριση, αλλά εμείς θέλομε να ξαναρχίσουμε ; Για όνομα του Θεού ! Είμαι βέβαιος πως αν καθόσουν τώρα στην καρέκλα που κάθομαι εγώ, θα έλεγες το ίδιο.
«Θα το ’λεγα;», αναρωτήθηκε ο Μπέκας. «Μπορεί», κατέληξε.
—Δεν έχω δίκιο ;
Έσβησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο μ’ ένα τρόπο που έλεγε πως είπαν ό,τι είχαν να πουν.
—Κι ύστερα μην ξεχνάς πως έχομε να κάνομε με ανθρώπους με θέση, με γνωριμίες, με κοινωνική υπόσταση.
« Και με δύναμη », σκέφτηκε ο Μπέκας, αλλά δεν το ’πε.