Κυριακή 26 Ιουνίου 2022
ΘΕΡΙΝΟ BAZAAR ΒΙΒΛΙΩΝ 2022 | Η ΑΓΡΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΥΨΕΛΗΣ
Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022
Δελτίο Τύπου | Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ 112 ΚΑΡΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΑΓΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Με αφορμή τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης, οι Εκδόσεις Άγρα ξαναπροτείνουν την έκδοση του 1983 με την αλληλογραφία σε 112 καρτ-ποστάλ του Κωνσταντινουπολίτη εθελοντή στρατιώτη Γεωργίου Μ. Μάγνη, από το αρχείο του Ακύλα Μήλλα.
ένα «ιστορικο μυθιστορημα» σε καρτ-ποσταλ
Το βιβλίο Έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος τη 12ην Αυγούστου
1921 και ώρα 14.10’ περιέχει την αλληλογραφία σε 112 έγχρωμες και
μαυρόασπρες καρτ-ποστάλ κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία του Κωνσταντινουπολίτη
στρατιώτη Γεωργίου Μ. Μάγνη με την οικογένειά του. Η αλληλογραφία αρχίζει στη
Χαλκίδα, όπου εκπαιδεύεται ο Μάγνης, και λήγει με την τελευταία κάρτα ενός
αδελφικού του φίλου λοχία που αναγγέλει το θάνατό του, στις αρχές της μάχης του
Σαγγάριου.
Ο Μάγνης στέλνει κάρτες απ' όπου προελαύνει ο ελληνικός στρατός.
Οι κάρτες που διαλέγει είναι φωτογραφίες από τα μέρη που περνάει (Χαλκίδα,
Μαγνησία, Μπαλίκεσερ, Πάνορμος, Ραιδεστός, Κούλα, Ουσάκ, Σμύρνη), χρωμολιθογραφίες
και ευχετήριες κάρτες που στέλνει στη μικρή αδελφή του και στη γιαγιά του,
σκηνές από πολεμικές επιχειρήσεις και τελετές μετά τις πρώτες νίκες, πόζες
δικές του και συστρατιωτών του.
Όλα τα πρόσωπα της τραγικής αυτής ιστορίας εικονίζονται στις
φωτογραφίες της αλληλογραφίας : ο Μάγνης, η μητέρα του, ο πατέρας του, ο
αδελφός του και η αδελφή του, οι θείοι του, καθώς και ο φίλος του λοχίας.
Η φθορά που προκαλεί ο πόλεμος φαίνεται καθαρά ανάμεσα στη
φωτογραφία του Μάγνη μόλις έχει στρατευθεί εθελοντής και σε εκείνη ενάμιση
χρόνο μετά, όταν έχει ζήσει τον πόλεμο και τις τραγικές συνέπειές του.
Το βιβλίο διαβάζεται σαν εικονογραφικό μυθιστόρημα με τους πρωταγωνιστές
και τους δευτεραγωνιστές του.
Οι καρτ-ποστάλ του Μάγνη, μαζί με τις κάρτες που του έστειλαν οι δικοί του, βρέθηκαν το 1972 στο Γηροκομείο της Πόλης, όπου τις είχε φυλάξει μέχρι τα τελευταία της η αδελφή του.
Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022
Δελτίο Τύπου | Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΦΟΡΟΥΣΕ ΣΜΟΚΙΝ του Γιάννη Μαρή
ΠΟΙΟΙ ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΣΜΟΚΙΝ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ;
Κάποιος δεν έλεγε την αλήθεια απ’όλους. Αλλά ποιός; Πρώτα ήταν η μητέρα Μενδρινού. Έλεγε ψέματα. Η κόρη της δεν είχε καμιά διάθεση να αυτοκτονήσει. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας τους, που προσπάθησε να τον διώξει από την Αθήνα, και τώρα αυτός, ο κ. X της Ηρώς, που δεν δεχόταν εκβιασμούς. Όλοι εκινούντο γύρω από το θάνατο της Ζιζής Μενδρινού. Αλλά ποιά σχέση μπορούσαν να έχουν μεταξύ τους; Κάθε καινούργιο ίχνος που ανεκάλυπτε, αντί να τον πλησιάσει στη λύση του προβλήματος, τον απεμάκρυνε ακόμη πιο πολύ. Κι όμως, υπήρχε κάτι. Ποιός ήταν ο «Μεγάλος», για τον οποίον είχε μιλήσει η Ηρώ;[…] Ναι, ήταν όμορφη, προκλητική, σε ζάλιζε σαν ένα δυνατό πιοτό. Η σάρκα της ήταν ένας γκρεμνός που τον μαγνήτιζε. Αφέθηκε να πέσει με μια κτηνώδη ορμή, παλεύοντας ακόμη με τις τύψεις του. […] Σιχαινόταν τον εαυτό του κι όμως είχε σ’όλο του το κορμί την ευχάριστη ανάμνηση της ηδονής που απήλαυσε. Ποθούσε αυτήν την Ηρώ με τα σχιστά μάτια και αγαπούσε την Καίτη Καρέζη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αλλά μια γυναίκα πώς θα μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά ;[…] Ήταν εκνευρισμένος. Στα μυθιστορήματα οι μυστικοί αστυνομικοί ψάχνουν με σύστημα και ψυχραιμία, σαν να λύνουν σταυρόλεξο. Αλλά αυτός δεν ήταν μυστικός αστυνομικός, και η ιστορία του δεν ήταν μυθιστόρημα. Και, επιπλέον, είχαν δοκιμάσει να τον σκοτώσουν. Αυτό τον τρόμαζε και τον ερέθιζε. Τώρα, στο πάθος του για την αλήθεια είχε προστεθεί κι ένα στοιχείο προσωπικό. Είχε έναν δικό του λογαριασμό για τακτοποίηση με τους δολοφόνους.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ














Δελτίο Τύπου | ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ του Georges Simenon
Φτάσαμε στο Ρετέλ και εκεί, ξαφνικά, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήμασταν πλέον άνθρωποι όπως όλοι οι άλλοι, αλλά πρόσφυγες. Μίλησα στο πρώτο πληθυντικό, αν και ακόμη δεν ήξερα τι πίστευαν οι συνταξιδιώτες μου. Πιστεύω ωστόσο ότι σε ελάχιστο χρόνο καταλήξαμε ν’ αντιδρούμε λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο. […] Ίσως να μην είχαμε φτάσει στην αδιαφορία, όμως ο καθένας μας είχε εγκαταλείψει την ιδέα να σκέφτεται οτιδήποτε. […]Δεν ήμουν ταραγμένος. Αναρωτιόμουν για όλα αυτά εντελώς ρεαλιστικά, κάπως σαν παιχνίδι, γιατί όλα ήταν πλέον πιθανά. Ήταν τόσο πιθανό όσο και ο θάνατος του μηχανικού μέσα στο θάλαμο της ατμομηχανής, ή ακόμη, εγώ προσωπικά, να έχω κάνει έρωτα, εν μέσω σαράντα ατόμων, με μια γυναίκα που δεν γνώριζα την προηγουμένη και είχε μόλις βγει από τη φυλακή.
«Ο Σιμενόν εξομολογείται στον εκδότη του το 1961: “Ήθελα πολύ καιρό να γράψω αυτό το μυθιστόρημα, δεν έβρισκα όμως τον τόνο. Δεν χρειάστηκε να γίνω μάγος η μάντης για να αναστήσω την ατμόσφαιρα της εποχής. Εγώ ο ίδιος στη Λα Ροσέλ ήμουν ο ‘κύριος των παραπηγμάτων’. Εγώ έστελνα τα τραίνα να πάνε σε όποια κατεύθυνση μπορούσα, εγώ τα σταματούσα σε κάποιο μέρος στην ύπαιθρο. Το επικίνδυνο ήταν να βάλω στο βιβλίο περισσότερα απ’ όσα έπρεπε”».
– Από τη μονογραφία Simenon του Pierre Assouline.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Ζωρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος
συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στη
συγγραφή. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη La Gazette de Liège. Το πρώτο μυθιστόρημά του, που το υπέγραψε με το
ψευδώνυμο Georges Sim, εκδόθηκε το
1921: Au pont des Arches, petite histoire liégeoise. Το 1922 εγκαταστάθηκε με τη ζωγράφο σύζυγό
του στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε συνέχειες, κάθε λογοτεχνικού
είδους. Μεταξύ του 1923 και του 1933 δημοσιεύτηκαν σχεδόν διακόσια
μυθιστορήματά του, πάνω από χίλιες ιστορίες και απειράριθμα άρθρα του. Το 1929
ο Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο Μαιγκρέ : Πιέτρ
ο Λετονός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Fayard το 1931 και ο
επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντομα εξαιρετικά δημοφιλής.
Ο Σιμενόν έγραψε συνολικά εβδομηνταδύο
περιπέτειες με τον Μαιγκρέ (καθώς και πολλές συλλογές διηγημάτων – μέχρι τον
τελευταίο Μαιγκρέ το 1972, Ο Μαιγκρέ και
ο κύριος Σαρλ). Λίγο αργότερα, ο Σιμενόν άρχισε να γράφει αυτά που ονόμαζε
« μυθιστορήματα-μυθιστορήματα » ή « σκληρά μυθιστορήματα »: πάνω από εκατόν
δέκα τίτλους, από το Ξενοδοχείο της
Αλσατίας (1931) μέχρι τους Αθώους
(1972), με πιο γνωστά τα έργα Το σπίτι
στο κανάλι (1933), Ο άνθρωπος που
έβλεπε τα τρένα να περνούν (1938 – Άγρα, 2004), Ο δήμαρχος της Φυρν (1939), Οι
άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940 – Άγρα, 2011), Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν (1946 – Άγρα, 2007), Γράμμα στον δικαστή μου (1947 – Άγρα,
2021), Το χιόνι ήταν βρόμικο (1948 –
Άγρα, 2011), Ο ανθρωπάκος από το
Αρχαγγέλσκ (1956 – Άγρα, 2009), Η
φυγή του κυρίου Μοντ (1945 – Άγρα, 2012), Ο θάνατος της Μπελλ (1952 – Άγρα, 2012), Ο Γάτος (1967 – Άγρα, 2010), Σεληνιασμός
(1933 – Άγρα, 2013), Στριπτήζ (1958 – Άγρα, 2015), Ο άνθρωπος από το Λονδίνο (1933 – Άγρα, 2014), Μπέττυ (1961 – Άγρα, 2016), Οι δαίμονες του πιλοποιού (1949 –
Άγρα, 2019) κ.ά. Παράλληλα με αυτή την εντατική λογοτεχνική δραστηριότητα,
ταξιδεύει συνεχώς· εγκαταλείπει το Παρίσι και εγκαθίσταται στη Σαρέντ και κατόπιν,
κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στη Βαντέ. Το 1945 αφήνει την Ευρώπη για την
Αμερική, όπου θα διαμείνει δέκα χρόνια. Επιστρέφει έπειτα στη Γαλλία και
εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία. Από το 1972 αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο.
Με τη χρήση ενός μαγνητοφώνου αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο Υπαγορεύσεις του και κατόπιν συνέταξε τα
ογκώδη απομνημονεύματά του Mémoires
intimes (1981). Πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν
διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.




















Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022
Δελτίο Τύπου | Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ και Η ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ του Joseph Roth
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ
Εκτιμώ πολύ τον παλιό μου φίλο δρα Σκόβρονεκ· εκτιμώ την κατανόηση και την οξυδέρκειά του, τις γνώσεις του πάνω στην ανθρώπινη φύση. Εικοσιπέντε και παραπάνω χρόνια είναι γιατρός σε μια φημισμένη λουτρόπολη όπου συχνάζουν κυρίως γυναίκες: Τα ιαματικά νερά της κάνουν, λένε, θαύματα στις παθήσεις της μήτρας, στη στειρότητα και στην υστερία. Έτσι ισχυρίζεται, τουλάχιστον, ο φίλος μου ο δρ Σκόβρονεκ. Και μετά εκφράζεται με την ίδια βεβαιότητα για την εξίσου θαυματουργή, αν και πιο εξηγήσιμη, επίδραση που ένας σημαντικός αριθμός από νέους, γερούς και διψασμένους για έρωτα άνδρες ασκούν στις ασθενείς του, στις γυναίκες που γυρεύοντας γιατρειά και παρηγοριά συρρέουν κάθε χρόνο στη λουτρόπολη. Ακριβείς σαν κάποια αποδημητικά πουλιά, έρχονται «με το άνοιγμα της σαιζόν» οι νεαροί στην πόλη, έτοιμοι να παραβγούν σε θεραπευτική δύναμη με τα διάσημα ιαματικά νερά της. Επί ένα τέταρτο του αιώνα, πάντως, ο φίλος μου δρ Σκόβρονεκ είχε κάθε ευκαιρία να μελετήσει τις γυναικείες σωματικές και ψυχικές ασθένειες. […]
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Σε κάθε χώρα τραγουδούσαν άλλα τραγούδια· σε κάθε χώρα οι χωρικοί ήταν ντυμένοι με άλλα ρούχα· σε κάθε χώρα μιλούσαν άλλη γλώσσα, ή άλλες γλώσσες. […] Και όπως όλοι οι Αυστριακοί εκείνης της εποχής, έτσι και ο Μορστίν αγαπούσε μέσα στην ασταμάτητη αλλαγή το μόνιμο, μέσα στη δίνη των μετατροπών το γνώριμο, μέσα στα αλλεπάλληλα καινούργια το παλιό και συνηθισμένο. Έτσι το ξένο γινόταν γι’αυτόν οικείο, χωρίς να χάνει τα χρώματά του. Έτσι είχε η πατρίδα του την αιώνια σαγήνη των μακρινών κι εξωτικών τόπων. […]«Κατέστρεψαν και την όποια προσωπική χαρά μου έδινε αυτό που αποκαλούσα “πατρίδα”. Τώρα παντού γύρω μου όλοι μιλούν για την καινούργια τους πατρίδα. Στα μάτια τους είμαι ένας άπατρις, ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Αυτό ήμουν πάντα. Αχ! Κάποτε υπήρχε πατρίδα, πατρίδα πραγματική, μια πατρίδα δηλαδή για τους “απάτριδες”, η μόνη δυνατή πατρίδα. […] Τώρα είμαι άπατρις. Έχασα την αληθινή πατρίδα, την πατρίδα των για πάντα πλανήτων».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ
«Δύσκολη κατάσταση. Καταλαβαίνετε. Οι κανόνες ιπποτικής συμπεριφοράς επιβάλλουν να μην προδίδεις ποτέ τα μυστικά μιας κυρίας. Είχα άλλωστε αρκετές φορές την ευκαιρία να δω με τα μάτια μου την οργή ερωτευμένων αντρών να στρέφεται όχι ενάντια στις άπιστες γυναίκες αλλά ενάντια στους φίλους που τους αποκάλυψαν την προδοσία και την απιστία. […] Ήταν ο καλύτερος, ο μοναδικός μου φίλος. Τον κοίταξα στα μάτια, και χωρίς να σηκωθώ από τη θέση μου του είπα ήρεμα: “Η γυναίκα σας σάς απάτησε πολλές φορές”».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Από τότε ο κόμης Μορστίν κυκλοφορούσε με τη στολή του Αυστριακού λοχαγού των δραγόνων – και οι χωρικοί στο Λοπάτινι καθόλου δεν το έβρισκαν παράξενο αυτό. Κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι του, ο λοχαγός χαιρετούσε τον ανώτατο, τον αρχιστράτηγό του, την προτομή του νεκρού Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ. Ύστερα ακολουθούσε τον συνηθισμένο χωματόδρομο, ανάμεσα στα δύο μικρά ελατοδάση, πηγαίνοντας στο διπλανό χωριό. «Μισώ τα έθνη και τα εθνικά κράτη. Η παλιά μου πατρίδα, η μοναρχία, ήταν ένα σπίτι μεγάλο, με πολλές πόρτες και πολλά δωμάτια, χωρούσε πολλών λογιών ανθρώπους. Τώρα το σπίτι μοιράστηκε, κομματιάστηκε, γκρεμίστηκε. Δεν έχω πια καμιά δουλειά εκεί. Είμαι μαθημένος να ζω σε σπίτι, όχι σε καμαράκια».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Γιόζεφ Ροτ (1894-1939) ήταν
ένας από τους σπουδαίους υμνητές της κοσμοπολίτικης κουλτούρας που άνθησε τις
τελευταίες μέρες της αυτοκρατορικής Αυστρο-Ουγγαρίας.
Από το 1932 δηλώνει σ’ έναν φίλο του : «
Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος...
Πρέπει να φύγουμε ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά ». Στις 30
Ιανουαρίου του 1933, τη μέρα που ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος του Ράιχ, ο Ροτ
μεταναστεύει οριστικά στο Παρίσι, όπου και πεθαίνει το 1939, σε ηλικία μόλις σαρανταπέντε
ετών. « Είναι η εγκαθίδρυση της βαρβαρότητας και η βασιλεία της κόλασης. Μόνο
το αληθινό Ρήμα θα μπορέσει να σώσει την εποχή, προσφέροντας πατρίδα σ’ αυτούς
που δεν έχουν πλέον ».
Μεταξύ πολλών άλλων, στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται οι Nadine Gordimer, Joseph Brodsky, J. M. Coetzee, Elie Wiesel, Jeffrey Eugenides, Cynthia Ozick, Claudio Magris κ.α.









