Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Δελτίο Τύπου | ΟΝΕΙΡΑ του Franz Kafka


FRANZ KAFKA

ΟΝΕΙΡA


Πρόλογος – Μετάφραση
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΡΑΣΙΔΑΚΗ


Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Μάιος 2020
Αριθμός σελίδων : 144,  Τιμή : 13,50 Ευρώ
ISBN: 978-960-505-437-3
  






«Από ένα όνειρο ξυπνάς μονάχα αφού έχει ολοκληρωθεί,
δεν μπορείς να απεμπλακείς νωρίτερα, σε έχει γραπώσει από τη γλώσσα»


Θυμήθηκα ποιός είμαι, στα μάτια σου δεν διάβαζα πλέον καμία πλάνη, είχα τον ονειρικό τρόμο (του να συμπεριφέρεσαι σαν στο σπίτι σου κάπου όπου δεν ανήκεις), αυτόν τον τρόμο τον είχα στην πραγματικότητα, έπρεπε να επιστρέψω στο σκοτάδι, δεν άντεχα τον ήλιο.
Προς τη Μιλένα Γεσένσκα, 14 Σεπτεμβρίου 1920


Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, στο ανήσυχο μυαλό μου έπεφτα επί ένα τέταρτο της ώρας ακατάπαυστα από το παράθυρο, μετά εμφανίστηκαν πάλι σιδηρόδρομοι και ένας μετά τον άλλο πέρασαν πάνω από το ξαπλωμένο στις ράγες κορμί μου, βαθαίνοντας και διευρύνοντας τις δύο τομές στο λαιμό και στα πόδια.
Επιστολή στη Φελίτσε Μπάουερ, 28 Μαρτίου 1913

Τα ΟΝΕΙΡΑ που απαρτίζουν την παρούσα συλλογή προέρχονται από τα ημερολόγια και τις επιστολές του Φραντς Κάφκα, πρόκειται δηλαδή για καταγραφές ονείρων εν είδει υπενθύμισης ή και εξορκισμού: «Μη στραφείτε εναντίον μου. Μόνο στα όνειρα είμαι τόσο αλλόκοτος».
Ο Κάφκα, όπως μαρτυρούν τα ημερολόγιά του, βασανίζεται από αϋπνίες και ιδιαίτερα ανήσυχο ύπνο, παρακολουθεί δε και καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις νυχτερινές αυτές εμπειρίες, συχνά ως ολονύχτια πάλη που τον αφήνει εξουθενωμένο. Στο πλαίσιο αυτής της δυσκολίας με τον ύπνο, γίνεται κατανοητή η βαθύτατα αμφίθυμη σχέση που αναπτύσσει με το ονειρεύεσθαι, καθώς συχνά συνεπάγεται τη στέρηση του αναζωογονητικού ύπνου: «Άλλωστε δεν πρόκειται να κοιμηθώ, παρά μόνο να ονειρευτώ».
Τα όνειρα παρουσιάζονται ως βάσανος αλλά και έμπνευση και πλήρωση, πηγή ευτυχίας αλλά και φόβου – «αν και πολύ πιο σπάνια το πρώτο από το δεύτερο».
Ταυτόχρονα, πρόκειται για περίτεχνες, εκ των υστέρων εξιστορήσεις, στις οποίες συχνά το όνειρο καθαυτό γίνεται αντικείμενο αναστοχασμού: «Όταν ξυπνώ, βρίσκω όλα τα όνειρα συγκεντρωμένα γύρω μου, αλλά αποφεύγω να τα ξανασκεφτώ».
Είναι προφανές ότι με τη συλλογή αυτή δεν παρουσιάζονται «τα όνειρα του Κάφκα» καθαυτά, αλλά προσεχτικές αφηγηματολογικές κατασκευές στις οποίες ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει τη δημιουργική φαντασία που καθιέρωσε τον Κάφκα ως έναν από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.

*

Η ανθολόγηση αυτή σημαίνει ότι η εξιστόρηση των ονείρων αποσπάται από τα εκάστοτε συμφραζόμενα, είτε πρόκειται για ημερολογιακές καταχωρίσεις είτε για επιστολές. Έτσι, αντί να μετριάζονται οι συχνά βασανιστικές και σχεδόν πάντοτε αλλόκοτες και ανησυχητικές ονειρικές εικόνες από το κείμενο που περικλείει τα όνειρα, π.χ. την υπόλοιπη επιστολή, προσφέρονται στον αναγνώστη όχι μόνο χωρίς ένα πλαίσιο που θα τα απαλύνει αλλά και απανωτά. Το αποτέλεσμα είναι πράγματι εντυπωσιακό αλλά και, συχνά, βαθύτατα ανοικειωτικό. Το μεγαλειώδες της γραφής του Κάφκα όμως οφείλεται όχι τόσο στην καταγραφή της εμπειρίας μιας βασανισμένης ύπαρξης, αλλά στην ικανότητα να λειτουργεί, όσο αλλόκοτες κι αν είναι οι παραστάσεις που προβάλλει, ως κάτι το αναγνωρίσιμο, αν όχι οικείο, για τον εκάστοτε αναγνώστη. Με τον όρο «καφκικὸ» άλλωστε δεν χαρακτηρίζουμε τα ίδια τα κείμενα του Κάφκα αλλά μια περίσταση ή ατμόσφαιρα που απαντά και εκτός μυθοπλασίας, στην καθημερινή ζωή του καθενός μας. Η ιδιαιτερότητα και ίσως και αξία της συλλογής συνίσταται στο ότι προ(σ)καλεί τον αναγνώστη να εκτεθεί στα όνειρα αυτά και να αφουγκραστεί τις τυχόν απηχήσεις τους μέσα του.

- Από τον πρόλογο της μεταφράστριας

*

Αν κρίνω από το φως στο δωμάτιο αυτό, η οροφή του ήταν όπως και στα υπόλοιπα δωμάτια. Εγώ ασχολήθηκα κυρίως με την πόρνη που είχε κρεμασμένο το κεφάλι της έξω, ο Μαξ με εκείνη που ξάπλωνε στα αριστερά της. Ψηλάφησα τα πόδια της και κατέληξα να πιέζω ρυθμικά τους μηρούς της. Η ευχαρίστησή μου ήταν τόση που μου έκανε εντύπωση ότι δεν χρέωναν ακόμα τίποτα για τη διασκέδαση αυτή, που ήταν, όπως μου φαινόταν, η ωραιότερη. [...]
Όταν ήμουν ξαπλωμένος σήμερα το απόγευμα στο κρεβάτι και κάποιος γύρισε γρήγορα το κλειδί στην κλειδαριά, βρέθηκα να έχω για μια στιγμή κλειδαριές σε όλο μου το σώμα, σαν να βρίσκομαι σε αποκριάτικο χορό, και σε τακτά χρονικά διαστήματα ανοίγει και κλείνει, μια εδώ, μια εκεί, κάποια κλειδαριά.
Επιστολή στη Φελίτσε Μπάουερ, 17 Νοεμβρίου 1912
Προκειμένου να είμαι όσο το δυνατόν πιο βαρύς, το οποίο θεωρώ χρήσιμο για να αποκοιμηθώ, κρατώ τα μπράτσα σταυρωμένα πάνω από το στήθος με τις παλάμες στους ώμους, ξαπλωμένος σαν φορτωμένος στρατιώτης. Μου στέρησε τον ύπνο και πάλι η δύναμη των ονείρων μου, που εισβάλλουν ήδη στην ώρα που είμαι ξύπνιος, πριν να αποκοιμηθώ. Η συνείδηση των ποιητικών μου ικανοτήτων είναι το βράδυ και το πρωί αχανής. Αισθάνομαι χαλαρωμένος ώς τα βάθη του είναι μου και μπορώ να ανασύρω από μέσα μου οτιδήποτε επιθυμήσω.
Ημερολόγιο, 3 Οκτωβρίου 1911


Με ένα σκοινί τυλιγμένο γύρω από το λαιμό να με μπάζουν από το παράθυρο του ισογείου σε ένα σπίτι και χωρίς την παραμικρή προσοχή, σαν να μη νοιάζονται, να με σέρνουν προς τα πάνω, ματωμένο και ξεσκισμένο, διαπερνώντας το ένα μετά το άλλο τα ταβάνια των δωματίων, τα έπιπλα, τους τοίχους και τις σοφίτες, ώσπου να ξεπροβάλει ψηλά στη στέγη η άδεια θηλιά που τελικά έχασε τα κατάλοιπά μου καθώς άνοιγε δρόμο σπάζοντας τα κεραμίδια. [...]
Αυτή η τροχαλία εντός μου. Ένα γρανάζι μετακινείται, κάπου στα κρυφά, ούτε που το καταλαβαίνεις την πρώτη στιγμή, και νά που τίθεται όλος ο μηχανισμός σε κίνηση. Υποκύπτοντας σε μια ασύλληπτη δύναμη, όπως υποτάσσεται το ρολόι στο χρόνο, ένα τρίξιμο εδώ κι εκεί, και όλες οι αλυσίδες κροταλίζουν κατεβαίνοντας η μια μετά την άλλη την καθορισμένη για την καθεμιά απόσταση.
Ημερολόγιο, 21 Ιουλίου 1913


ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

  

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Δελτίο τύπου | ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΣΤΑΛΙΝ των Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και Γεβγκένι Ζαμιάτιν



Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ | Γεβγκένι Ζαμιάτιν

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΣΤΑΛΙΝ


Πρόλογος – Μετάφραση από τα ρωσικά – Σημειώσεις
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ


ΣΕΙΡΑ «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ»
Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Μάιος 2020
Αριθμός σελίδων : 144 , Τιμή : 10,50 Ευρώ
ISBN: 978-960-505-422-9





Μετά την απαγόρευση όλων των έργων μου, εκ μέρους πολλών πολιτών στους οποίους είμαι γνωστός ως συγγραφέας, άρχισαν να ακούγονται φωνές που μου έδιναν την ίδια πάντα συμβουλή: Να συγγράψω «ένα κομμουνιστικό θεατρικό έργο» και εκτός αυτού να απευθυνθώ στην Κυβέρνηση της ΕΣΣΔ με ένα γράμμα μετανοίας, το όποιο θα περιέχει την άρνηση των προηγούμενων απόψεων μου που έχω εκφράσει σε λογοτεχνικά έργα, καθώς και τη διαβεβαίωση πως στο εξής θα δουλεύω ως αφιερωμένος στην ιδέα του κομμουνισμού συγγραφέας-συνοδοιπόρος. Στόχος: να γλιτώσω τις διώξεις, τη φτώχεια και εν τέλει τον αναπόφευκτο θάνατο.  Αυτή τη συμβουλή δεν την ακολούθησα.
ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 28.3.1930


Όπως κάποτε οι χριστιανοί για την καλύτερη προσωποποίηση κάθε είδους κακού δημιούργησαν τον διάβολο, έτσι και η κριτική επινόησε στο πρόσωπό μου τον διάβολο της σοβιετικής λογοτεχνίας. Το να φτύσεις τον διάβολο προσμετράται ως καλή πράξη και ο καθένας με φτύνει όπως μπορεί.
ΖΑΜΙΑΤΙΝ, επιστολή στον Στάλιν, Ιούνιος 1931


Φοβάμαι πως δεν πρόκειται να έχουμε πραγματική λογοτεχνία, όσο δεν αποποιούμαστε αυτόν τον παράξενο νέο Καθολικισμό που φοβάται τον αιρετικό λόγο όσο και ο προηγούμενος. Και αν αυτή η αρρώστια παραμείνει ανίατη, φοβάμαι πως η ρωσική λογοτεχνία ένα μέλλον θα έχει μόνο: το παρελθόν της.
ΖΑΜΙΑΤΙΝ, «Φοβάμαι», 1921






Δύο μέγιστοι Ρώσοι συγγραφείς, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν, ασφυκτιούν στα χρόνια του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση. Τα έργα τους απαγορεύονται, χάνουν τις δουλειές τους και υποφέρουν τα πάνδεινα. Γράφουν απευθείας στον τρομακτικό ηγέτη, ακολουθώντας μια ρωσική παράδοση του 19ού αιώνα όταν ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ και ο Ντοστογιέφσκι έστελναν επιστολές στον τσάρο εκλιπαρώντας για ζωτικές χάρες. Οι δυό φίλοι συγγραφείς ζητούν το πολυπόθητο διαβατήριο για να φύγουν για κάποιο διάστημα στο εξωτερικό και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον Γκόρκι ως μεσολαβητή. Ο Ζαμιάτιν το αποσπά, ο Μπουλγκάκοφ όχι, και πεθαίνει τραγικά το 1940. Τα έργα τους θα εκδοθούν στη Ρωσία μετά τη δεκαετία του 1980.
Στο παρόν βιβλίο δημοσιεύονται οι επιστολές τους, ένα προφητικό κείμενο του Ζαμιάτιν με τον τίτλο «Φοβάμαι» του 1921 και μια εκτενής εισαγωγή της μεταφράστριας σχετικά με τους δύο συγγραφείς και γενικότερα τις διώξεις των συγγραφέων στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης.

*

« Το παρόν είναι πολύ ζωντανό, πολύ θορυβώδες, πολύ ενοχλητικό » – η πένα του συγγραφέα περνάει ασυνείδητα στη σάτιρα. 
ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931

Έχω εξαντληθεί. Τώρα πια όλες οι εντυπώσεις μου είναι μονότονες, οι ιδέες μου είναι μαύρες, με έχει δηλητηριάσει η συνήθεια και η συνήθης ειρωνεία. [...]
Αν είναι έτσι, μου έχουν κλείσει τον ορίζοντα, μου έχουν στερήσει το υψηλότερο συγγραφικό σχολείο, μου έχουν αφαιρέσει τη δυνατότητα να αποφασίζω για τον εαυτό μου τα σημαντικά ζητήματα. Έχω αποκτήσει την ψυχολογία του φυλακισμένου. Πώς να υμνήσω τη χώρα μου — την ΕΣΣΔ;
ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931

[...] Στο ευρύ πεδίο της ρωσικής γραμματείας στην ΕΣΣΔ ήμουν ο ένας και μοναδικός λογοτεχνικός λύκος. Με συμβούλευσαν να κρύψω την προβιά μου. Παράξενη συμβουλή. Είτε βαμμένος είτε ξυρισμένος ο λύκος, με τίποτα δεν μοιάζει με κανίς.
Ως λύκο με αντιμετώπισαν. Και για κάμποσα χρόνια με κυνηγούσαν βάσει των κανόνων της λογοτεχνικής εκγύμνασης μέσα σε μια μαντρωμένη αυλή.
Δεν έχω κακία, ωστόσο έχω κουραστεί πολύ και στο τέλος του 1929 έπεσα κάτω. Βλέπετε κι ένα ζώο μπορεί να κουραστεί.
Το ζώο ανακοίνωσε πως δεν ήταν πια λύκος, δεν ήταν λογοτέχνης. Απαρνείται τη δουλειά του. Σωπαίνει. Αυτό, για να μιλήσουμε στα ίσα, συνιστά λιποψυχία.
Δεν υπάρχει συγγραφέας που να σώπασε. Αν σωπαίνει, σημαίνει πως δεν ήταν αληθινός.
Και αν σωπάσει ένα αληθινός συγγραφέας, τότε πεθαίνει.
Ο λόγος της αρρώστιας μου είναι η μακρόχρονη δίωξη και μετά απ’αυτήν η σιωπή.
ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, επιστολή στον Στάλιν, 30.5.1931

Η αληθινή λογοτεχνία δεν γίνεται από διεκπεραιωτικούς και έμπιστους υπαλλήλους. Η αληθινή λογοτεχνία υπάρχει μόνο εκεί που τη δημιουργούν τρελοί, ερημίτες, ονειροπόλοι, επαναστάτες και αμφισβητίες. Και αν ο λογοτέχνης πρέπει να είναι λογικός, ορθόδοξος σε όλα, χρήσιμος στο σήμερα, αν δεν μπορεί να πειράξει τους πάντες σαν τον Σουίφτ, αν δεν μπορεί να χαμογελάσει κοροϊδευτικά σε όλους, όπως ο Ανατόλ Φρανς, τότε δεν υπάρχει λογοτεχνία από μπρούντζο, παρά υπάρχει μόνο λογοτεχνία από χαρτί, λογοτεχνία εφημερίδας, λογοτεχνία που σήμερα διαβάζουν και αύριο τη χρησιμοποιούν για να πακετάρουν την πλάκα το σαπούνι.
ΖΑΜΙΑΤΙΝ, «Φοβάμαι », 1921

*

Δεύτερο βιβλίο της σειράς «Επιστολές» των Εκδόσεων Άγρα

Στη νέα αυτή σειρά δημοσιεύεται ο επιστολικός διάλογος προσωπικοτήτων,
που αντανακλά ένα σημαντικό διακύβευμα είτε στο χώρο της πολιτικής,
 της φιλοσοφίας, των τεχνών, ή της Ιστορίας.

 ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΗΧΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ των Gershom Scholem & Hannah Arendt