«Ακούγοντάς τον να μιλάει, μετέχει κανείς στη δικιά του σφαιρική εικόνα του κόσμου. Είναι σαν να βλέπεις έναν θόλο αστεροσκοπείου που περιέχει όλες του τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις, όλες του τις αγάπες : τη ζωγραφική, το θέατρο με τα σκηνικά και τα κοστούμια του, τον Καραγκιόζη, και βέβαια τον Πειραιά, το σκηνικό μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Μίλαγε σαν χείμαρρος, κι αυτό μπορεί να παραξενέψει κάποιον που δεν τον έχει ξανακούσει να μιλάει έτσι αυθόρμητα. Ο Τσαρούχης, όπως μού είπε κάποτε ένας φίλος ψυχαναλυτής, “είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά του περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο που ξέρω”. Χωρίς ρητορείες, χωρίς ηθικολογίες, με τα απλά του καθημερινά λόγια, μας κάνει κοινωνούς ενός μαγικού κόσμου, του κόσμου του – που είναι κι ο δικός μας κόσμος».
O ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΣE OΛΗ ΤΟΥΤH ΖΩH αρνιότανε να μαγνητοφωνηθεί ενώ μιλούσε. Το κείμενο του παρόντος βιβλίου είναι μια λαμπρή εξαίρεση: Δέχτηκε να διδάξει, δέχτηκε να κινηματογραφηθεί και δέχτηκε να μαγνητοφωνηθεί διδάσκοντας. Αυτό είναι μια πολύτιμη κληρονομιά για μας που ακολουθήσαμε.
Όπως πάντοτε αρνιόταν τον τίτλο του δασκάλου, κι εδώ δεν παραδίδει μαθήματα
ως καθηγητής· μπορεί τα θέματα των μαθήματων να είναι προσεκτικά μελετημένα και
συγκροτημένα, αλλά διαβάζοντας το κείμενο, διανθισμένο με αποφθεγματικές διαπιστώσεις
συγκλονιστικής ακρίβειας και πρωτοτυπίας αλλά και με το αυθόρμητο χιούμορ του,
έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε τους ελεύθερους συνειρμούς του σε μια από
εκείνες τις συζητήσεις με τους φίλους του όταν μοιραζόταν μαζί μας γενναιόδωρα
τα μυστικά της τέχνης του, αυτά που αναζητούσε με συγκινητική επιμονή σε όλη
του τη ζωή.
Δεν μιλά ως ιστορικός τέχνης αλλά ως ζωγράφος και για ζωγράφους : «Μιλάω
για ζωγράφους κυρίως εγώ και ζητώ συγγνώμη απ’ τους άλλους που δεν τα λέω
φιλολογικά να τα καταλάβουνε». Παρακολουθώντας όμως την εξέλιξη της ελληνικής
τέχνης από τη μινωική περίοδο μέχρι τα σύγχρονα χρόνια, επανέρχεται διαρκώς στα
τεχνικά ζητήματα που τον απασχολούσαν, στις εκδηλώσεις των γενικών ζωγραφικών
προβλημάτων στην ελληνική τέχνη αλλά και στα στοιχεία της διαχρονικής της
ενότητας.
Εξάλλου, δεν ασχολείται μόνο στενά με τη ζωγραφική αλλά επιμένει στη δομή
της κοινωνίας και την ιδεολογία κάθε εποχής, και σε παραλληλισμούς με τις άλλες
τέχνες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρεται, ακόμα, για το θέατρο και τα κοστούμια, μια και
είχε εργαστεί πολλές φορές ως σκηνογράφος, και σκηνοθέτησε και ο ίδιος
παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας.
Όπως λέει : «Δε χρειάζεται ο άνθρωπος να ξέρει τόσα πολλά πράγματα». Σ’
αυτή την πολύ προσωπική ιστορία της τέχνης κατά Γ. Τσαρούχη, μιλά με τη
βεβαιότητα της προσωπικής διαπίστωσης και δεν αναπαράγει τις απόψεις άλλων για
την ελληνική τέχνη. Σαν ένα μεγάλο τέλειο φίλτρο, έχει χωνέψει όλη την ιστορία
της τέχνης και έχει διαμορφώσει μια συνολική θεώρηση – οι λεπτομέρειες δεν τον
ενδιαφέρουν.
Ο Τσαρούχης (γεννημένος το 1910) έδωσε αυτά τα μαθήματα σε ηλικία εβδομηνταενός ετών, έχοντας πίσω του την εμπειρία του πολέμου, της δικτατορίας στην Ελλάδα και πολλά χρόνια ειρήνης και ζωγραφικής, κι έχοντας ζήσει στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Είναι η μοναδική φορά που δέχτηκε τον τίτλο του δασκάλου, που πάντοτε τον αρνιότανε θέλοντας να τονίσει τη δυσκολία της ζωγραφικής ως τέχνης.
(Από την Εισαγωγή της Ε. Δοξιάδη)