Με
μεγάλη λύπη μάθαμε ότι σήμερα Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017 απεβίωσε νωρίς το
απόγευμα ο Νίκος Κούνδουρος. Η κηδεία του θα γίνει το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου
στις 12 το μεσημέρι στο Α’ νεκροταφείο. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1926 στην Αθήνα, αλλά πολιτογραφήθηκε από τους
Κρητικούς γονείς του στην Κρήτη, την οποία λάτρευε μέχρι τέλους.
Το
2016, οι Εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησαν δύο βιβλία του: ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΜΑΙΑ-1991 (από την περίοδο τον γυρισμάτων της
ταινίας του «Μπάυρον») και ΜΝΗΜΗ ΑΠΕΙΘΑΡΧΗΤΗ - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ (αυτοβιογραφικό κείμενο).
Ο
Νίκος Κούνδουρος πολιτικά ενταγμένος στην Κατοχή και στον εμφύλιο, πέρασε τρία
χρόνια εξόριστος στη Μακρόνησο. Λίγο μετά, άρχισε τη σπουδαία σταδιοδρομία του
στον κινηματογράφο.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Κινηματογράφος
- Μαγική πόλις (1954)
- Ο δράκος (1956)
- Οι παράνομοι (1958)
- Το ποτάμι (1960)
- Μικρές Αφροδίτες (1963)
- Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967)
- Τραγούδια της φωτιάς (1975)
- «1922» (1978)
- Μπορντέλο (1984)
- Μπάυρον: Μπαλλάντα για ένα δαίμονα (1992)
- Οι φωτογράφοι (1998)
- Το Πλοίο (2011)
- Ιφιγένεια εν Ταύροις (1991)
- Αντιγόνη (1994)
- Ελληνιστί Κύπρος
Την
περίοδο της δικτατορίας βρέθηκε στο Παρίσι. Είχε σπουδάσει Καλές Τέχνες και
ζωγράφιζε μέχρι το τέλος της ζωής του. Συνδέθηκε στενά, με αδελφική φιλία, με
τον Μάνο Χατζιδάκι. Επίσης, υπήρξε φίλος σπουδαίων Ελλήνων και ξένων
καλλιτεχνών, ποιητών, συγγραφέων, σκηνοθετών.
Ήταν
παντρεμένος με τη θεατρολόγο Σωτηρία Ματζίρη. Είχε δύο παιδιά, τον Σήφη και τη
Διαλεχτή.
Μας
τίμησε πολλαπλώς στην «Άγρα», εμπιστευόμενος τα δύο τελευταία του βιβλία.
Εκδόσεις Άγρα, Δεκέμβριος 2016 |
Περιστοιχισμένος από τις σκιές εκείνων που αγάπησε
και δεν είναι πια μαζί του (και όσων ζουν, διεκδικούν και αγωνίζονται για
αξιοπρέπεια), ο Νίκος Κούνδουρος της πολιτικής ανυπακοής, της γενναιοδωρίας,
του πνεύματος και των ταλέντων γράφει ιστορία· ένα θησαυρό
για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα.
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ καταθέτει τις
μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη
Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη κι
άλλες προσωπικότητες με τις οποίες συνδέθηκε στη ζωή του, για καθεμιά από τις
ταινίες που γύρισε –τον Δράκο, τη Μαγική πόλη, τους Παράνομους, τις Μικρές Αφροδίτες,
το Μπορντέλο, τον Μπάυρον και τις άλλες. Επίσης, γράφει σε
μια ζωηρή αφήγηση για τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και τις περιπλανήσεις
του στην Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας, για τα αγαπημένα πρόσωπα της
οικογένειάς του, τη μάνα του και τ’ αδέλφια του, και για τον γενέθλιο τόπο, τον
Άγιο Νικόλαο στο Λασίθι της Κρήτης.
2014,
ΚΡΗΤΗ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του
ταξιδιού ; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα.
Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος από το
προσδοκώμενο ξάφνιασμα.
Τίποτα
δεν με φοβίζει. Η μνήμη, τρυφερή και οικεία, κάνει να σμίξουν όλα σε μια
γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα.
Μετρώ
την ιστορία του τόπου μου και αφήνω στη μέση μια αφήγηση, και πιάνω μια άλλη
που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης – οι
τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο γιατί ό,τι τελειώνει έχει
πεθάνει.
Είμαι
ό,τι έχω ξεχάσει. Άραγε ό,τι ήταν να γίνει έγινε ; Τα πολλά έχουν κιόλας γίνει
και τα λίγα με περιμένουν.
Μέσα
σε μια μνήμη απειθάρχητη –πώς αλλιώς δηλαδή να είναι οι μνήμες;– έχουν φωλιάσει
χρόνια τώρα καμώματα που ο χρόνος επιμένει να τα κρατάει στην άκρη του μυαλού.
Θυμάμαι μικρές ιστορίες, τόσο μικρές που τώρα μου φαίνονται σαν παιχνίδια που
τα σπρώχνω στην άκρη, γιατί άλλα παιχνίδια πιο σοβαρά ζητάνε χώρο για να
επιζήσουν.
*
Εκδόσεις Άγρα, Φεβρουάριος 2016 |
Γλυκιά και καλή και ατίθαση και
μακρινή καλή μου, καλημέρα. Το χωριό Σαμπρούντογιε βρίσκεται στη Γιάλτα και η
Γιάλτα είναι στην Κριμαία και η Κριμαία είναι μέρος της Ουκρανίας.
[...] Η ιδέα της αναπαράστασης μιας
γειτονιάς του Μεσολογγίου έχει ξεπεραστεί από καιρό, καθώς όλη η ταινία χει
πια ξεπεράσει την εξάρτηση της από τόπους και χρόνο και ονόματα και αναζητά και
κερδίζει τον δικό της τόπο και τον δικό της χρόνο και τα δικά της ονόματα. Ο
ξένος απέραντος τόπος που μας κυκλώνει, η ξένη γλώσσα, τα ξένα πρόσωπα, με
βοήθησαν να μπω οριστικά σ' αυτό το υπερβατικό κλίμα που από την αρχή αναζήτησα.
ΤΟ 1991 Ο ΝΙΚΟΣ
ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ, σκηνοθέτης του Δράκου και πολλών ακόμα σπουδαίων ταινιών,
βρίσκεται για πολλούς μήνες στην Κριμαία, για τα γυρίσματα της ταινίας ΜΠΑΫΡΟΝ.
Στέλνει συστηματικά
γράμματα στη νεαρή γυναίκα του Σωτηρία. Γράμματα ερωτικά, μεγάλης τρυφερότητας
και ομορφιάς, στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του στον ξένο τόπο, με
τις μεγάλες αγωνίες για το καλλιτεχνικό όραμα και τις προσδοκίες του.
Στο διάστημα αυτό, τον Αύγουστο,
γίνεται το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ και ακούει τα ελικόπτερα που
τον ψάχνουν νύχτα στο δάσος της Κριμαίας. Ανάμεσα στα ντεκόρ της ταινίας
γίνεται η ταφή, από τούς κατοίκους του χωριού, ενός δεκαεπτάχρονου κοριτσιού
άγνωστων γονιών που το σκότωσαν εγκληματίες. Στο περιβάλλον της Γιάλτας όπου
έζησε ο Τσέχοφ, ο Κούνδουρος αναπολεί τούς Ρώσους συγγραφείς πού διάβασε μικρός
- Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Aντρέγιεφ.
Σκέφτεται τον πρόσφατα χαμένο αδελφό του Ρούσσο και τις απώλειες στενών του
φίλων.
Απορώ καμιά φορά πώς μπορώ ακόμα να συντηρώ
με τόσο πάθος το μίσος μου για τα ίδια πράγματα που πρωτομίσησα στα πρώτα
εφηβικά μου χρόνια, παιδί του πόλεμου και της Κατοχής και των στρατοδικείων
και της τυφλής βίας, μεγαλωμένος με όνειρα και οράματα και πείσμα ατέλειωτο.
Μιλάω για πείσμα και να σου πάλι μπροστά μου ο Ρούσσος, ο πρώτος πεισματάρης,
αλύγιστος, ασυμβίβαστος με όλους και με όλα, σε πόλεμο με το σύμπαν και με τον
εαυτό του, καβγατζής εκεί πού χώραγε κι εκεί που δεν χώραγε, να παλεύει μια
ζωή με εχθρούς και ανεμόμυλους.
Έξω βρέχει σιγανά και όμορφα, είναι 17
του Σεπτέμβρη, βράδυ, και σ' αγαπώ πολύ και δεν ξέρω τί να την κάνω την αγάπη
μου...
Ο « Byron » θέλει να είναι ένα τραγούδι, μια
ελεγεία για την απελπισία και για το θάνατο, ένα δοξαστικό στην αγωνία του
ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του και με τις ζωές των άλλων. Μια ταινία
ευφρόσυνη μέσα στη θανατερή μελαγχολία της κι ακόμα διασκεδαστική, καθώς
δείχνει ανθρώπους να παίζουν άλλους ανθρώπους, με δεξιοτεχνία και ταλέντο και
κέφι και όλα τέλος πάντων τα πανάρχαια καμώματα των μάγων και των παπάδων και
των θεατρίνων. Είμαι αισιόδοξος και γεμάτος χαρά και περηφάνια για την ταινία
που χτίζεται εδώ, στερεή σαν τοίχος, τούβλο στο τούβλο, πέτρα στην πέτρα. Σε
σκέφτουμαι συνέχεια, όλες τις ώρες πού ή φούρια της δουλειάς μ' αφήνει να
σκεφτώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου