Στον πάτο του μπουκαλιού, οι αντίθετες μοίρες των αδελφών Σιμενόν


ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΓΡΑ» 
ΤΟΥ «ΣΚΛΗΡΟΥ» ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ «Ο ΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΑΛΙΟΥ» 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΟΥΜΕ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ 2018

Στον πάτο του μπουκαλιού, οι αντίθετες μοίρες των αδελφών Σιμενόν

Του Tiziano Rugi
minima&moralia18 Απριλίου 2018

Αριζόνα, 1948. Ο Ζωρζ Σιμενόν έχει μόλις μετακομίσει με την οικογένειά του στο Τουμακακόρι, μια χούφτα σπίτια γύρω από ένα μαγαζί πάνω στο δρόμο από την Τουσόν στο Νογάλες, λιγότερο από μισή ώρα με το αυτοκίνητο μακριά από το Μεξικό.

Η έρημος τον έχει γοητεύσει: το να ιππεύει στην άμμο, ανάμεσα στους κάκτους και τα λιγοστά στραμπουλιγμένα, ξερά χαμόδεντρα, το να συνοδεύει τους κάουμπόυς καθώς μεταφέρουν τα κοπάδια από το ένα μέρος στο άλλο, το να πίνει ουίσκυ με δυόσμο στη βεράντα. «Περνάμε τα Σαββατοκύριακα κάνοντας επισκέψεις στους γείτονες. Και πάνω απ’ όλα πίνουμε. Αποφασίζουμε να τελειώσουμε τη βραδιά σ’ ένα άλλο ράντσο, όπου η ομάδα διευρύνεται, έπειτα μετακινούμαστε πάλι… Αυτό μπορεί να διαρκέσει δυο μέρες και δυο νύχτες, ακόμα και τρεις», αφηγείται ο Σιμενόν στο αυτοβιογραφικό Προσωπικές αναμνήσεις.

Στη διάρκεια αυτής της ευτυχισμένης διαμονής στην Αμερική, τον Αύγουστο του 1948, ο Σιμενόν γράφει το «πρώτο του μυθιστόρημα για την έρημο, την αληθινή έρημο», τον Πάτο του μπουκαλιού, που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο 2018 από τις εκδόσεις Adelphi στη νέα μετάφραση της Francesca Scala. Λίγους μήνες νωρίτερα εκδόθηκε το Ράντσο της χαμένης φοράδας, ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα ουέστερν, με όλα τα κλισέ της παραμεθόριας Αμερικής.

Το σκηνικό παραμένει ίδιο, αυτό που ο συγγραφέας έχει καθημερινά μπροστά στα μάτια του: τους κάουμπόυς, το ράντσο, το ουίσκυ, τις παρτίδες πόκερ. Αλλάζει όμως η ατμόσφαιρα: Ο πάτος του μπουκαλιού είναι όντως ένα από τα πιο σκοτεινά μυθιστορήματα που έγραψε ποτέ ο Σιμενόν. Τι συνέβη στη σύντομη περίοδο ανάμεσα στα δύο βιβλία; Γιατί ο Σιμενόν, σε μια ιδιαίτερα ήρεμη φάση της ζωής του, νιώθει την ανάγκη να γράψει ένα μυθιστόρημα «σκληρό» όπως είναι ο Πάτος του μπουκαλιού;

Παρόλο που δήλωνε ότι στο μυθιστόρημα «τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας είναι εντελώς φανταστικά και δεν έχουν καμία σχέση με πρόσωπα ζωντανά ή που έζησαν κάποτε», για να το κατανοήσουμε αυτό θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ίδια την υπόθεση. Ο πρωταγωνιστής, ο Π.Μ. (σε όλο το μυθιστόρημα ο Σιμενόν αναφέρει μόνο τα αρχικά του), είναι ένας ευυπόληπτος δικηγόρος και χάρη στο γάμο του με μια εύπορη γυναίκα έχει κατακτήσει μια αξιοσέβαστη θέση ανάμεσα στους προύχοντες της περιοχής, τους πλούσιους ιδιοκτήτες ράντσων και τους μεγάλους βαμβακοπαραγωγούς.

Κάποια μέρα εμφανίζεται ένα μυστηριώδες πρόσωπο από το παρελθόν. Σύντομα ανακαλύπτουμε πως πρόκειται για τον μικρότερο αδελφό του, τον Ντόναλντ. Αυτός ο ανώριμος, απερίσκεπτος Ντόναλντ, που έχει ζήσει μια ζωή τόσο διαφορετική και σίγουρα λιγότερο άνετη από τη δική του, έχει μόλις δραπετεύσει από τη φυλακή, όπου τον έκλεισαν επειδή αποπειράθηκε να σκοτώσει έναν αστυνομικό στη διάρκεια κάποιας ληστείας. Ο Ντόναλντ ζητάει βοήθεια από τον αδελφό του για να το σκάσει στο Μεξικό, μα το ποτάμι που χωρίζει τα σπίτια όπου ζουν ο Π.Μ. και οι φίλοι του από τη συνοριακή γραμμή έχει φουσκώσει και δεν μπορεί να το περάσει.

Ο Π.Μ. λοιπόν είναι αναγκασμένος να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβική, όπου τα μπουκάλια που αδειάζουν είναι η μοναδική κλεψύδρα σ’ εκείνα τα ομοιόμορφα απογεύματα, που τα περνούν μεθοκοπώντας ενώ έξω μαίνεται ασταμάτητα η βροχή, σ’ ένα κρεσέντο ψυχολογικής έντασης ανάμεσα σε ποτάμια από αλκοόλ, καβγάδες, φόβους, ζήλιες, υποψίες, τύψεις κι ενοχές, εκτυλίσσεται το δράμα μεταξύ δύο αδελφών.

Ένα δράμα παρόμοιο, όπως φαντάζεται ο Σιμενόν στη μυθοπλασία του, μ’ εκείνο που θα μπορούσε να είχε ζήσει ο ίδιος με τον μικρότερο αδελφό του, τον Κριστιάν, αν ο τελευταίος δεν πέθαινε λίγους μήνες πριν ολοκληρωθεί ο Πάτος του μπουκαλιού, με αποτέλεσμα να γίνει τελικά το κεντρικό πρόσωπο, μολονότι δεν κατονομάζεται, που ενέπνευσε το μυθιστόρημα. Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο μυστηριώδης αδελφός, που δεν εμφανίζεται ούτε καν ως ήρωας στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Σιμενόν Πεντιγκρή [1] (το οποίο εκδόθηκε τη χρονιά που έγραφε τον Πάτο του μπουκαλιού);

Tη δεκαετία του 1940, ο Κριστιάν ήταν πολιτικός και πιστός συνεργάτης, ανώτερο στέλεχος της βελγικής παραστρατιωτικής φιλοχιτλερικής οργάνωσης «Ρεξ». Το 1945 κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην εκτέλεση εικοσιεπτά πολιτών στη διάρκεια μιας εφόδου που έκαναν τα Ες Ες για αντίποινα τον Αύγουστο του 1944 και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Για να τον σώσει, ο Σιμενόν ζήτησε βοήθεια από ένα πρόσωπο με πολύ μεγάλη επιρροή, τον André Gide, ο οποίος του έδωσε τη συμβουλή να προτείνει στον Κριστιάν την κλασική οδό που ακολουθούσαν εκείνα τα χρόνια όσοι ήθελαν να ξεφύγουν από το νόμο: να καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων. Και ακριβώς αυτό έκανε. Ο αδελφός άλλαξε επώνυμο και στάλθηκε αρχικά στη Βόρεια Αφρική και αργότερα στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου πέθανε στην περιοχή Τονκίνο του Βιετνάμ το φθινόπωρο του 1947.

Η μητέρα του Σιμενόν Ανριέτ δε συγχώρησε ποτέ στον αδελφό που παρέμεινε εν ζωή την απόφασή του να απομακρύνει τον Κριστιάν, τον χαϊδεμένο της γιο, και θεωρούσε πάντα τον Σιμενόν υπαίτιο για το θάνατό του. Στο Γράμμα στη μητέρα μου, μια μακροσκελή επιστολή γραμμένη το 1974, μετά το θάνατο της μητέρας στα ενενηνταένα της χρόνια, όπου επιχείρησε να κάνει έναν απολογισμό της δύσκολης σχέσης τους, ο Ζωρζ Σιμενόν διηγείται πως κάποτε, στη διάρκεια μιας επίσκεψής του, η Ανριέτ είπε: «Τι κρίμα, Ζωρζ, να πεθάνει πρώτος ο Κριστιάν». «Θες να πεις πως, κατά τη γνώμη σου και σύμφωνα με τη βαθύτερη επιθυμία σου, έπρεπε να πεθάνω πρώτος εγώ;», ρώτησε πικραμένος ο Σιμενόν.

Θα ήταν αδικία να ενοχοποιηθεί ο Βέλγος συγγραφέας για τη μοίρα του αδελφού του, ο οποίος ήταν ήδη σημαδεμένος από τη δικαιοσύνη και τις ευθύνες του απέναντι στην ιστορία. Ωστόσο ο Σιμενόν ήταν πάντοτε πεπεισμένος πως το να απομακρύνει τον Κριστιάν ήταν σίγουρα ένας τρόπος για να του σώσει τη ζωή, μα ταυτόχρονα κι ένας τρόπος για να απαλλαγεί από μία παρουσία που θα μπορούσε να καταντήσει προβληματική, αν όχι σκανδαλώδης, για έναν πάμπλουτο και παγκοσμίως διάσημο συγγραφέα όπως αυτός.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο Σιμενόν μετά την Απελευθέρωση είχε κατηγορηθεί για συνεργασία, κι αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που αποφάσισε να μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τον καιρό, οι κατηγορίες αποσύρθηκαν και οι βιογράφοι το πολύ κάνουν λόγο για μια αμφιλεγόμενη αδιαφορία για τη ναζιστική κατοχή, που περιορίστηκε σε κάποιες κοινωνικές σχέσεις με υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης του Βισύ και σε μία συμφωνία για την παραχώρηση δικαιωμάτων για τα γυρίσματα τριών-τεσσάρων ταινιών με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ σε κάποια γαλλική εταιρεία γερμανικών συμφερόντων και κεφαλαίων. Εκείνα τα χρόνια όμως η ύπαρξη ενός ναζιστή αδελφού θα έκανε τους πάντες να βλέπουν τη στάση του Ζωρζ Σιμενόν από διαφορετική σκοπιά. [ Σημείωση της ελληνικής ἐκδοσηςΣε όλα αυτά όμως πρέπει να σημειωθεί η κριτική στάση του Σιμενόν στη «χαφιεδίστικη» συμπεριφορά μερίδας των Γάλλων, σε επίπεδο μικροκοινωνίας σε μια συνοικία ή και σε ολόκληρη πόλη, που ήταν ικανή να καταστρέψει τη ζωή ενός αθώου ανθρώπου, τόσο σε προπολεμικά μυθιστορήματα όπως το εκπληκτικό και προφητικό Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ του 1933 (Άγρα, 2008), για έναν Εβραίο που γεννήθηκε με το όνομα Hirovitch (γυρίστηκε εξαίσια ταινία από τον Julien Duvivier το 1947, με τίτλο Πανικός και πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Michel Simon), όσο και σε μεταπολεμικά μυθιστορήματα, όπως το αριστούργημά του Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ του 1956 (Άγρα, 2009), με τραγικό ήρωα έναν Λευκορώσο Εβραίο, συλλέκτη και έμπορο γραμματοσήμων σε μια γαλλική κωμόπολη, όπου επιπλέον ασκεί κριτική στον αντισημιτισμό πολλών Γάλλων στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Μπορεί να διαβαστεί σαν μια παραβολή για τον σκοτεινό ρόλο αυτών των Γάλλων στη Γερμανική Κατοχή. Επίσης, το εξαιρετικό βιβλίο Το τραίνο (1961) έχει ηρωίδα του την Τσεχοσλοβάκα Εβραία Άννα Κούπφερ που εμπλέκεται και με τη γαλλική Αντίσταση (μεταφέρθηκε το 1973 στον κινηματογράφο από τον Pierre Granier-Deferre με πρωταγωνιστές τον Jean-Louis Trintignant και τη Romy Schneider).
Στην Ελλάδα, αντιστοίχως, ο Γιάννης Μαρής είναι ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που έθεσε στα μυθιστορήματά του, ήδη από τη δεκαετία του 1950, το θέμα των δωσιλόγων και της δόλιας συμπεριφοράς κάποιων Ελλήνων σχετικά με τις εβραϊκές περιουσίες.]

Είναι αναπόφευκτος ο παραλληλισμός του προσώπου του επιτυχημένου συγγραφέα Σιμενόν με τον αξιοσέβαστο δικηγόρο Π.Μ. και του Ντόναλντ με τον Κριστιάν Σιμενόν. Αυτό που περιγράφει ο Σιμενόν στον Πάτο του μπουκαλιού δεν είναι απλώς μια αρχέγονη διαμάχη, όπως στη Βίβλο η ιστορία του Κάιν και του Άβελ, του Ησαύ και του Ιακώβ, του Ιωσήφ και των αδελφών του. Είναι επίσης, και πάνω απ’ όλα, ένα πολύ προσωπικό βιβλίο, όπου ο συγγραφέας επιχειρεί να αναλύσει τις λανθάνουσες πληγές της οικογένειας Σιμενόν, είναι ο γενναίος και επώδυνος απολογισμός που κάνει ο Ζωρζ στις ευθύνες και στις ενοχές του, επειδή δεν κατόρθωσε εγκαίρως να κατανοήσει τον Κριστιάν, τον «πιο αδύναμο» αδελφό. Κι αυτή τη φορά, τουλάχιστον στη μυθοπλασία, οι μοίρες τους θα αντιστραφούν.

Μετάφραση από τα ιταλικά ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ

Το παραπάνω άρθρο το εντόπισε και μας το έστειλε ο αναγνώστης Bakilos George και τον ευχαριστούμε γι'αυτό. 


[1] Μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου