Ο Μπέκας απομακρύνθηκε από τη βίλα, κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα. Είδε το μακρύ άσπρο σκάφος να αναπαύεται στην επιφάνεια, κρατημένο γερά από τις άγκυρές του. «Το δικό τους θα είναι», σκέφθηκε. Έφτασε στην ακρογιαλιά. Είδε έναν θαλασσινό που μαστόρευε τη βάρκα του. Πήγε κοντά του. Ήταν μέσα στη μέθοδό του, αλλά και στο χαρακτήρα του. Σε όλα τα χρόνια της αστυνομικής του καριέρας πλησίαζε τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος για κείνον ήταν το κυριότερο υλικό, πάνω από ενδείξεις, πειστήρια και τα παρόμοια. Αυτά τα άφηνε για τα εργαστήρια. Αγαπούσε να μιλά για τους άλλους. Κι όταν δεν είχαν να πουν τίποτα για μια υπόθεση που τον ενδιέφερε, πάλι του «έλεγαν». Μιλώντας με κάποιον, μαθαίνοντας πώς σκέπτεται, πολλές φορές έβρισκε πώς μπορούσε να σκεφτεί ένας άλλος. Ο άλλος που τον ενδιέφερε.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΤΟ 1971 σε συνέχειες στο μοντέρνο και πολυτελές περιοδικό Επίκαιρα – όχι πλέον στις εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή με τις οποίες συνεργαζόταν ο Γιάννης Μαρής από το 1954, όταν ξεκίνησε με το Έγκλημα στο Κολωνάκι. Είναι ένα από τα τρία βιβλία όπου ο αστυνόμος Μπέκας πρωταγωνιστεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο Μπέκας καθώς και ο φίλος του δημοσιογράφος Μακρής είναι πλέον συνταξιούχοι.
Ένα βράδυ τον επισκέπτεται πανικόβλητος ο νεαρός γιος ενός παλαιού, πολύ στενού φίλου του Μπέκα που έχει πεθάνει. Ο νεαρός Κωνσταντινίδης του αποκαλύπτει ότι παρασυρμένος από κακές παρέες μπήκε τη νύχτα σε ένα διαμέρισμα της οδού Σπευσίππου 99 για να κάνει διάρρηξη. Προς έκπληξή του βρίσκει το πτώμα μιας γυναίκας. Το σκάει. Το διαμέρισμα ανήκε σε μια κυρία Τζούλια Χατζηγρηγόρη, πλούσια και γοητευτική. Λίγο μετά, όμως, δημοσιεύεται η είδηση ότι η Τζούλια Χατζηγρηγόρη πνίγηκε δίπλα στο ιδιωτικό σκάφος της, μπροστά στα μάτια του συζύγου της και κάποιων φίλων. Αμέσως μετά βρίσκεται πνιγμένος και ο νεαρός Κωνσταντινίδης. Ο Μπέκας, με πείσμα και διορατικότητα, χωρίς πλέον να έχει επίσημη αρμοδιότητα, ως συνταξιούχος, αρχίζει ανεπίσημη έρευνα για να λύσει το μυστήριο. Στο δρόμο του άπειρες οι αντιξοότητες. Τον βοηθούν το κύρος και η φήμη του στην αστυνομία, οι γνωριμίες του, και κυρίως η μεγάλη του πείρα.
Ένα από τα συναρπαστικότερα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή σε μια Αθήνα με καύσωνα.ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Πώς ; Με ποιό δικαίωμα ; Τι έχομε στα χέρια μας ; Κάτι που λες πως σου διηγήθηκε ένα παλιόπαιδο ;
Είχε εκνευρισθεί.
ΜΠΕΚΑΣ : « Λέω » ;
—Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να πω αυτό. Δεν αμφιβάλλω ότι σ’ τα διηγήθηκε ο νεαρός. Εκείνο που λέω είναι πως αυτός ο τύπος, δεν ξέρω γιατί, σου είπε παραμύθια.
—Και γι’αυτό πέθανε ;
—Σύμπτωση. Οπωσδήποτε για μας η υπόθεση Τζούλιας Χατζηγρηγόρη έκλεισε. Αν και δεν υπήρξε ποτέ «υπόθεσις», αυτό το τυπικό δυστύχημα. Τί θες να κάνω ; Να πάμε στους ανθρώπους που έχουν το πένθος τους, να τους πούμε : Ξέρετε, κύριε Χατζηγρηγόρη, μπορεί η γυναίκα σας να πνίγηκε μπροστά στα μάτια σας, μπορεί να πνίγηκε μπροστά στους φίλους σας, μπορεί να τελείωσε η σχετική ανάκριση, αλλά εμείς θέλομε να ξαναρχίσουμε ; Για όνομα του Θεού ! Είμαι βέβαιος πως αν καθόσουν τώρα στην καρέκλα που κάθομαι εγώ, θα έλεγες το ίδιο.
«Θα το ’λεγα;», αναρωτήθηκε ο Μπέκας. «Μπορεί», κατέληξε.
—Δεν έχω δίκιο ;
Έσβησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο μ’ ένα τρόπο που έλεγε πως είπαν ό,τι είχαν να πουν.
—Κι ύστερα μην ξεχνάς πως έχομε να κάνομε με ανθρώπους με θέση, με γνωριμίες, με κοινωνική υπόσταση.
« Και με δύναμη », σκέφτηκε ο Μπέκας, αλλά δεν το ’πε.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου